μειοψηφία

μειοψηφία
Η ομάδα των ψηφοφόρων που δεν έχει πετύχει τον αριθμό ψήφων που χρειάζεται για να επιβάλει τη θέλησή της, οποιαδήποτε και αν είναι η συνέλευση ή το εκλογικό σώμα όπου τελείται η ψηφοφορία. Στις πολιτικές ή διοικητικές ψηφοφορίες, μ. καλείται το κόμμα ή ο συνασπισμός κομμάτων ή ομάδων που έχει πετύχει αριθμό ψήφων κατώτερο από εκείνον της μερίδας που υπερισχύει (της πλειοψηφίας), η οποία και κατέχει το δικαίωμα να ορίσει την κυβέρνηση ή τη διοικητική επιτροπή. Στα κοινοβούλια των κρατών με φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα, οι μ. ασκούν την αντιπολίτευση, εκτελώντας (όταν αναγνωρίζουν τους θεσμούς του κράτους και τα δικαιώματα της πλειοψηφίας) μία λειτουργία ελέγχου και παρακίνησης, πολύ χρήσιμη στην παγίωση της ελευθερίας και της πολιτικής συνείδησης των πολιτών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση θεωρείται απαραίτητος παράγοντας για την καλή λειτουργία του κοινοβουλίου και γενικά της πολιτικής ζωής, σε σημείο ώστε να καταβάλλεται κανονική επιχορήγηση στον αρχηγό της αντιπολίτευσης.
* * *
και μειονοψηφία, η
1. το να έχει κανείς στη Βουλή ή σε άλλο εθνικό, δημόσιο ή κοινωνικό σώμα αριθμό εδρών ή ψήφων μικρότερο από το μισό
2. το κόμμα ή τα κόμματα τα οποία έχουν αριθμό εδρών μικρότερο από εκείνον τού κόμματος που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή ή η παράταξη που μειοψηφεί σε ένα δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο ή σε άλλο δημόσιο ή κοινωνικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + ψήφος, μέσω ενός αμάρτυρου *μειόψηφος. Ο τ. μειονοψηφία < μείων, μείονος. Η λ. μειονοψηφία μαρτυρείται από το 1829 στην Εγκληματική διαδικασία. Η λ. μειοψηφία μαρτυρείται από το 1874 στον Δ.Γ. Ράλλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μειοψηφία — η λιγότερες από τις μισές ψήφους, η μειονοψηφία: Είχε τη μειοψηφία από το μερίδιο της επιχείρησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek

  • μειοψηφώ — και μειονοψηφώ, έω [μειοψηφία] διαθέτω ή παίρνω λιγότερους ψήφους από το μισό ενός συνόλου, έχω μειοψηφία …   Dictionary of Greek

  • Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”